- αποχαιρετίζω
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
αποχαιρετίζω — κ. χαιρετώ (AM ἀποχαιρετίζω κ. χαιρετῶ, άω) 1. χαιρετώ κάποιον που φεύγει 2. χαιρετώ προκειμένου ν αναχωρήσω ή ν αποχωρήσω για ύπνο νεοελλ. 1. εγκαταλείπω ή χάνω κάτι για πάντα 2. χαιρετώ ή ασπάζομαι κάποιον νεκρό ή τον οποίο θεωρώ νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
ἀποχαιρετίζουσι — ἀποχαιρετίζω say farewell pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποχαιρετίζω say farewell pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχαιρετίζουσιν — ἀποχαιρετίζω say farewell pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποχαιρετίζω say farewell pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχαιρετίζοντες — ἀποχαιρετίζω say farewell pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχαιρετίσαντες — ἀποχαιρετίζω say farewell aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχαιρέτισε — ἀ̱ποχαιρέτισε , ἀποχαιρετίζω say farewell aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποχαιρετίζω say farewell aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποχαιρετιστήριος — α, ο αυτός που γίνεται για αποχαιρετισμό («αποχαιρετιστήριο γεύμα», «αποχαιρετιστήρια παράσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαιρετίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
αποχαιρετώ — βλ. αποχαιρετίζω … Dictionary of Greek
αποχαιρετάω — / αποχαιρετώ, αποχαιρέτισα βλ. πίν. 70 και πρβλ. αποχαιρετίζω Σημειώσεις: αποχαιρετάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, όταν οι δύο τύποι του ενεστώτα σε ώ και σε ίζω έχουν την ίδια σημασία, τότε επικρατεί ο αόριστος σε ισα … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αποχαιρετώ — αποχαιρετάω / αποχαιρετώ, αποχαιρέτισα βλ. πίν. 70 και πρβλ. αποχαιρετίζω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής