αποχαιρετίζω

αποχαιρετίζω
αποχαιρετίζω, αποχαιρέτισα βλ. πίν. 33 και πρβλ. αποχαιρετάω / αποχαιρετώ

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αποχαιρετίζω — κ. χαιρετώ (AM ἀποχαιρετίζω κ. χαιρετῶ, άω) 1. χαιρετώ κάποιον που φεύγει 2. χαιρετώ προκειμένου ν αναχωρήσω ή ν αποχωρήσω για ύπνο νεοελλ. 1. εγκαταλείπω ή χάνω κάτι για πάντα 2. χαιρετώ ή ασπάζομαι κάποιον νεκρό ή τον οποίο θεωρώ νεκρό. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ἀποχαιρετίζουσι — ἀποχαιρετίζω say farewell pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποχαιρετίζω say farewell pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποχαιρετίζουσιν — ἀποχαιρετίζω say farewell pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἀποχαιρετίζω say farewell pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποχαιρετίζοντες — ἀποχαιρετίζω say farewell pres part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποχαιρετίσαντες — ἀποχαιρετίζω say farewell aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποχαιρέτισε — ἀ̱ποχαιρέτισε , ἀποχαιρετίζω say farewell aor ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀποχαιρετίζω say farewell aor ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποχαιρετιστήριος — α, ο αυτός που γίνεται για αποχαιρετισμό («αποχαιρετιστήριο γεύμα», «αποχαιρετιστήρια παράσταση»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αποχαιρετίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • αποχαιρετώ — βλ. αποχαιρετίζω …   Dictionary of Greek

  • αποχαιρετάω — / αποχαιρετώ, αποχαιρέτισα βλ. πίν. 70 και πρβλ. αποχαιρετίζω Σημειώσεις: αποχαιρετάω : σύμφωνα με τη Γραμματική Τριανταφυλλίδη, όταν οι δύο τύποι του ενεστώτα σε ώ και σε ίζω έχουν την ίδια σημασία, τότε επικρατεί ο αόριστος σε ισα …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αποχαιρετώ — αποχαιρετάω / αποχαιρετώ, αποχαιρέτισα βλ. πίν. 70 και πρβλ. αποχαιρετίζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”